Δερματικές εκδηλώσεις καπνίσματος

Το κάπνισμα τσιγάρων είναι η νούμερο ένα αιτία θανάτου στις Η.Π.Α. που μπορεί να προληφθεί. Είναι ένας εθισμός που σχετίζεται έντονα με σοβαρές εσωτερικές παθήσεις όπως ο καρκίνος , οι παθήσεις των πνευμόνων , και καρδιαγγειακές νόσους. Το κάπνισμα έχει επίσης εξωτερικές δερματικές εκδηλώσεις. Η γνώση των δερματικών εκδηλώσεων του καπνίσματος μπορεί να είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τους ιατρούς που προσπαθούν να ενημερώσουν και να δώσουν κίνητρα στα άτομα για τη διακοπή του καπνίσματος.
Οι Mottillo και συν., σε μία μετά -ανάλυση του 2009, ανέφεραν ότι παρατηρείται σημαντική βελτίωση στην επιτυχή διακοπή του καπνίσματος με εντατική συμπεριφορική παρέμβαση. Η ανάλυσή τους τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών επίσης έδειξε ότι κάποια απλά κλινικά μέτρα μπορούν να αυξήσουν την αποχή από το κάπνισμα, αλλά τα δεδομένα δεν είναι ακόμα αρκετά ώστε να πανηγυρίζουμε για την αποτελεσματικότητά τους.

Δερματικά προβλήματα

Κακή επούλωση τραύματος

 

Οι κλινικοί γιατροί εδώ και πολύ καιρό υποπτεύονταν ότι το κάπνισμα έχει αρνητική επίδραση στην επούλωση των τραυμάτων, ειδικά στους μετεγχειρητικούς κρημνούς  και μοσχεύματα. Το 1977, οι Mosely και Finseth απέδειξαν τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην επούλωση των τραυμάτων των χεριών. Πολλές μελέτες έκτοτε έχουν επιβεβαιώσει ότι το κάπνισμα βλάπτει την επούλωση των τραυμάτων. 

Οι Goldminz and Bennett εξέτασαν 916 χειρουργικούς κρημνούς και μοσχεύματα ολικού πάχους και βρήκαν ότι οι καπνιστές που κάπνιζαν 1 πακέτο την ημέρα είχαν τριπλάσια συχνότητα νεκρώσεων και ότι αυτοί που κάπνιζαν 2 πακέτα την ημέρα είχαν 6πλάσια συχνότητα σε σχέση με τους μη καπνιστές.

Ο μηχανισμός αυτής της αρνητικής επίδρασης είναι πολυπαραγοντικός. Η νικοτίνη στα τσιγάρα προκαλεί αγγειοσύσπαση των υποδορίων αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα την μείωση της οξυγόνωσης. Το κάπνισμα επίσης αυξάνει την καρβοξυαιμοσφαιρίνη, αυξάνει την άθροιση των αιμοπεταλίων, αυξάνει το ιξώδες του αίματος, μειώνει την εναπόθεση του κολλαγόνου και μειώνει τον σχηματισμό της προστακυκλίνης, και όλα αυτά επηρεάζουν αρνητικά την επούλωση των τραυμάτων. Επιπλέον , η αγγειοσύσπαση που οφείλεται στο κάπνισμα δεν είναι παροδικό φαινόμενο. Το κάπνισμα ενός και μόνο τσιγάρου μπορεί να προκαλέσει δερματική αγγειοσύσπαση για μέχρι και 90 λεπτά. Άρα οι καπνιστές που καπνίζουν ένα πακέτο την ημέρα, παραμένουν σε ιστική υποξία σχεδόν όλη μέρα. Αν και δεν υπάρχουν επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες , πολλοί χειρουργοί δερματολόγοι θεωρούν αναγκαίο να συνιστούν στους ασθενείς τους να διακόψουν το κάπνισμα τουλάχιστον για μια βδομάδα πριν και μετά από χειρουργική επέμβαση, ειδικά εάν αυτή περιλαμβάνει κρημνούς ή δερματικά μοσχεύματα.     

 

Ρυτίδες

Κανείς ποτέ δεν πέθανε από τις ρυτίδες, αλλά καμιά δερματική εκδήλωση του καπνίσματος τσιγάρων δεν συγκεντρώνει τόση προσοχή και ενδιαφέρον όσο οι ρυτίδες. Για πολλούς καπνιστές , η απειλή των ρυτίδων προσώπου αποτελεί μεγαλύτερο κίνητρο διακοπής του καπνίσματος από ότι ο καρκίνος του πνεύμονος ή άλλες απειλητικές για την ζωή νόσοι σχετιζόμενες με το κάπνισμα.

Το 1965 οι Ippen και Ippen βρήκαν ότι σε σύγκριση με γυναίκες μη καπνίστριες , οι καπνίστριες είχαν γκρίζο, ωχρό και ρυτιδιασμένο δέρμα. Σε μεγάλη μελέτη ο Daniell επιβεβαίωσε προηγούμενα ευρήματα ότι οι καπνιστές έχουν πρώιμη και αυξημένη ρυτίδωση προσώπου σε σύγκριση με μη καπνίστριες. Ο όρος πρόσωπο καπνιστού περιγράφει αυτό το φαινόμενο. Οι γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες στην επίδραση του καπνίσματος στις ρυτίδες , αλλά αυτή η παρατήρηση μπορεί να οφείλεται εν μέρει και στον συνοδό παράγοντα της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία. Οι  Keough  και συν., βρήκαν ότι το σύνδρομο  Favre-Racouchot, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από βαθιές ρυτίδες και φαγέσωρες , είναι συχνότερο στους καπνιστές από ότι στους μη καπνιστές.   

Ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο το κάπνισμα προκαλεί ρυτίδες δεν είναι σαφώς κατανοητός. Η ελαστίνη από δέρμα καπνιστών που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο είναι περισσότερο κατακερματισμένη και παχύτερη από ότι των μη καπνιστών. Η χρόνια ισχαιμία της επιδερμίδας από την επίδραση της αγγειοσύσπασης του καπνίσματος είναι πιθανών να είναι ένας παράγοντας. 

Η μειωμένη σύνθεση κολλαγόνου λόγω χρονίας ισχαιμίας μπορεί επίσης να είναι ένας παράγοντας. Οι οξειδωτικές επιδράσεις του καπνίσματος μπορεί επίσης να συντελούν στην πρόωρη ρυτίδωση του προσώπου. Καθώς δεν έχουν όλοι οι καπνιστές πρόσωπο καπνιστή, είναι πιθανό να εμπλέκονται και γενετικοί παράγοντες.  

 

Πυώδης  ιδρωταδενίτιδα

Μια μελέτη των Breitkopf και συν., εξέτασε 149 ασθενείς με πυώδη ιδρωταδενίτιδα και βρήκε ότι το 84% των γυναικών και 85% των αντρών με αυτή τη νόσο ήταν καπνιστές όταν εμφανίστηκε η νόσος. Αν και ο μηχανισμός πίσω από αυτή την ισχυρή συσχέτιση δεν είναι σαφής, οι συγγραφείς τις μελέτης λένε ότι το κάπνισμα μπορεί να συμβάλει στην πυώδη ιδρωταδενίτιδα τροποποιώντας την δράση των ουδετερόφιλων, μεταβάλλοντας την λειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων, απεκκρίνοντας τοξικά συστατικά του καπνού στον ιδρώτα, και παρεμποδίζοντας την ομαλή επούλωση των τραυμάτων.  

Φλυκταινώδης ψωρίαση

Πολλές μελέτες έχουν εξετάσει το κάπνισμα και την φλυκταινώδη ψωρίαση (PPP). Η μεγαλύτερη από αυτές εξέτασε 216 ασθενείς με PPP και βρήκε ότι 80% αυτών ήταν καπνιστές όταν εμφανίστηκε η νόσος. Οι καπνιστές είχαν 7,2 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με τους μη καπνιστές εμφάνισης  PPP. Άλλες μελέτες κατέγραψαν ότι οι περισσότεροι ασθενείς με PPP (80-100%) ήταν καπνιστές. Δυστυχώς, η διακοπή του καπνίσματος δεν μεταφράζεται πάντα σε κλινική βελτίωση της  PPP, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται η διακοπή του καπνίσματος και να επιδιώκεται σαν μέρος του θεραπευτικού πλάνου. Η σχέση καπνίσματος και της παθογένειας της PPP είναι ασαφής, αλλά η τροποποιημένη δράση των ουδετερόφιλων είναι πιθανά ένας παράγοντας. 

 

Ψωρίαση

Πολλές μελέτες έχουν εξετάσει την σχέση καπνίσματος και ψωρίασης και παρότι είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση, δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η συσχέτιση καπνίσματος και PPP. Μελέτες βρήκαν αυξημένη επίπτωση καπνιστών σε ασθενείς με ψωρίαση αλλά η σχέση καπνίσματος και ψωρίασης δεν είναι πλήρως κατανοητή.

 

Ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του δέρματος

Πολλές μελέτες βρήκαν ότι οι καπνιστές έχουν αυξημένο κίνδυνο ακανθοκυτταρικού καρκινώματος (SCC) σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Η πρώτη μελέτη που βρήκε συσχετισμό πραγματοποιήθηκε πριν από 35 χρόνια και βρήκε ότι το κερατοακάνθωμα ήταν συχνότερο στους καπνιστές από ότι στους μη καπνιστές. Πιο πρόσφατα, πολλές μελέτες βρήκαν σαφή συσχέτιση ανάμεσα σο κάπνισμα και το SCC του δέρματος. Ο κίνδυνος δερματικού SCC αυξάνεται με τον αριθμό πακέτων τσιγάρων που καπνίζει ημερησίως ο ασθενής και τα έτη του καπνίσματος. Οι καπνιστές έχουν αυξημένο κίνδυνο SCC του δέρματος , πιθανά λόγω ανοσοκατασταλτικής επίδρασης του καπνίσματος. 

 

Βασικοκυτταρικός καρκίνος του δέρματος

Οι περισσότερες μελέτες δεν βρήκαν συσχετισμό ανάμεσα στο κάπνισμα και το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (BCC). Μια μελέτη από τους Smith και Randle ταξινόμησε τα BCC ανάλογα με το μέγεθος και βρήκε συσχετισμό ανάμεσα στο κάπνισμα και τους όγκους BCC άνω του 1 cm αλλά όχι με αυτούς που ήταν κάτω του 1 cm.

Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι το BCC του υποτύπου της σκληροδερμίας είναι συχνότερο στους καπνιστές, και οι συγγραφείς κατέληξαν ότι το κάπνισμα μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στην διαφοροποίηση αυτού του πιο επιθετικού υποτύπου.  

 

Μελάνωμα

Αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις που να συσχετίζουν το κάπνισμα με αυξημένο κίνδυνο μελανώματος , πολλές μελέτες λένε ότι σε σύγκριση με τους μη καπνιστές , οι καπνιστές 

 

  • έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μεταστάσεις στην αρχική εξέταση,
  • έχουν μικρότερη συχνότητα επιβίωσης χωρίς νόσο μετά την διάγνωση,
  • είναι πιθανότερο να έχουν σπλαχνικές μεταστάσεις,
  • είναι πιθανότερο να πεθάνουν από το μελάνωμα σε σχέση με τους μη καπνιστές.

 

Οι καπνιστές με μελάνωμα έχουν πιθανά χειρότερη πρόγνωση λόγω της αρνητικής επίδρασης του καπνίσματος στο ανοσοποιητικό, συμπεριλαμβανομένης της εγρήγορσης του ανοσοποιητικού και της μειωμένης ικανότητας οργάνωσης ανοσολογικής απάντησης στην εμφύτευση των όγκων του μελανώματος.

 

Πρωκτογεννητικός καρκίνος

Πολλές μελέτες για τον πρωκτογεννητικό καρκίνο και το κάπνισμα αποκάλυψαν ότι το κάπνισμα ήταν σημαντικά συχνότερο στους ασθενείς με πρωκτογεννητικούς καρκίνους σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η πιο πρόσφατη μελέτη αξιολόγησε 903 ασθενείς με πρωκτογεννητικό καρκίνο σε όλες τις μορφές (κολπικό, μήτρας, τραχήλου, πρωκτού και πέους) και βρήκαν ότι οι ενεργοί καπνιστές είχαν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου και στις πέντε περιοχές. Από αυτές τις 5 πρωκτόγεννητικές περιοχές, οι 3 σχετιζόμενες εντονότερα με το κάπνισμα είναι επίσης και οι ευκολότερα προσβάσιμες κατά την δερματολογική εξέταση (κόλπος, πρωκτός, πέος).              

 

Στοματικές αλλοιώσεις

Πολλές στοματικές αλλοιώσεις περιλαμβανόμενου του καρκίνου των χειλιών , είναι σημαντικά συχνότεροι στους καπνιστές. Το κάπνισμα είναι παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο των χειλιών , και σε συνδυασμό με υπερβολική ηλιακή έκθεση, λειτουργούν συνεργειακά.   

Ο στοματικός καρκίνος έχει συνδεθεί έντονα με το κάπνισμα , και σε συνδυασμό με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ο κίνδυνος αυξάνεται περισσότερο. Κάθε μορφή κατάχρησης καπνού, συμπεριλαμβανομένου του άκαπνου καπνού και του ανάστροφου καπνίσματος (τοποθέτηση του αναμμένου άκρου μέσα στο στόμα), αυξάνουν τον κίνδυνο στοματικού καρκίνου. Η λευκοπλακία είναι συχνότερη στους καπνιστές, και σε μικρό ποσοστό οι ασθενείς με λευκοπλακία παθαίνουν κακοήθη εξαλλαγή.  

Η λευκοκεράτωση της υπερώας από καπνό, γνωστή και ως υπερώα καπνιστού, παρατηρείται αποκλειστικά σε καπνιστές και ειδικά σε καπνιστές πίπας. Είναι μια ομοιόμορφη υπερκεράτωση της σκληράς υπερώας με πολλαπλές ερυθρές βλατίδες που αντιστοιχούν σε φλεγμαίνοντες σιελογόνους αδένες.  

Η λευκοκεράτωση της γλώσσας από καπνό , γνωστή και ως γλώσσα καπνιστή, είναι παρόμοιο φαινόμενο που ανευρίσκεται στη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας. Όλοι οι ασθενείς που έχουν αναφερθεί είχαν και συνοδό υπερώα καπνιστού.   

 Η οξεία νεκρωτική ελκωτική ουλίτιδα, που καλείται επίσης ταφρώδες στόμα, χαρακτηρίζεται από έντονες αλλοιώσεις των μεσοδόντιων θηλών και  συχνά συνδυάζεται με πόνο, αιμορραγία και δυσοσμία. Συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά σε καπνιστές και σχετίζεται σημαντικά με το ποσό καπνού που καταναλώνεται ημερησίως.  

 

Διάφορες δερματικές αλλοιώσεις

  • Η νόσος Buerger (αποφρακτική θρομβοαγγειίτιδα) με τις σχετικές δερματικές αλλοιώσεις (π.χ. ερύθημα, λεύκανση, έλκη, νεκρώσεις) σχετίζεται ισχυρά με το κάπνισμα τσιγάρων.

 

  • Οι κίτρινοι και καφέ λεκέδες στα δάκτυλα και τα νύχια των χεριών που κρατούν το τσιγάρο είναι ένα δερματικό εύρημα πολλών καπνιστών, ιδιαίτερα των βαριών καπνιστών.

 

  • Το μουστάκι του καπνιστή είναι ανάλογο με το νύχια του καπνιστή. Ένας κίτρινος και/ή καφέ αποχρωματισμός των άκρων των τριχών του μουστακιού παρατηρείται στους βαρείς καπνιστές με γκρίζο ή λευκό μουστάκι , δευτεροπαθώς λόγω καπνίσματος.

 

  • Το κάπνισμα τσιγάρων έχει παρατηρηθεί επίσης ότι είναι παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση δισκοειδούς ερυθυματώδους λύκου.

 

  • Πρόσφατη μελέτη των Mosley και Gibbs κατέληξε ότι άντρες και γυναίκες καπνιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες από μη καπνιστές να έχουν πρόωρα γκρίζα μαλλιά.

 

  • Πολλές αναφορές καταγράφουν ερεθιστική καθώς και αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής στα επιθέματα νικοτίνης σε ασθενείς που προσπαθούν να διακόψουν το κάπνισμα. 

 

Αρνητική συσχέτιση

 

Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις το κάπνισμα σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση δερματικών νόσων, υπάρχουν κάποιες δερματικές νόσοι στις οποίες φαίνεται το κάπνισμα να μειώνει την επίπτωση ή τη βαρύτητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις , υπάρχουν μεμονωμένες μελέτες ή αναφορές περιστατικών , και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιώσει την όποια αρνητική συσχέτιση.

Μια μελέτη βρήκε ότι ο υποτροπιάζων επιχείλιος έρπης ήταν λιγότερο συχνός στους καπνιστές από ότι στους μη καπνιστές. Άλλη μελέτη βρήκε ότι ο κολπικός σκληρός λειχήνας είναι συχνότερος  στις μη καπνίστριες.

Μία μελέτη συσχετίζει αρνητικά την ακμή με το κάπνισμα, και από τον ίδιο συγγραφέα σε μετέπειτα μελέτη οι ασθενείς με ροδόχρους ακμή ήταν πιθανότερο να είναι μη καπνιστές.

Τέλος , πρόσφατη μελέτη από τους Smith και συν., βρήκε ότι οι γονείς με ερπητοειδή δερματίτιδα είναι πιθανότερο να είναι μη καπνιστές σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό της περιοχής.

Οι στοματικές άφθες εμφανίζονται συχνότερα στους μη καπνιστές. Το κάπνισμα μπορεί να μειώνει την επίπτωση και την βαρύτητα των αφθωδών ελκών. Αν και αυτά τα ευρήματα είναι ενδιαφέροντα, οι προφανείς κίνδυνοι του καπνίσματος σαφώς υπερφαλαγγίζουν τα όποια πιθανά οφέλη.

 

Συμπέρασμα

 

Το δέρμα δεν εξαιρείται από τις καταστροφικές επιδράσεις του καπνίσματος. Ενώ πολλές επιδράσεις είναι καλοήθεις και κυρίως αισθητικής σημασίας, άλλες έχουν δυνητικά σημαντική νοσηρότητα και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς.

Η γνώση των δερματικών εκδηλώσεων του καπνίσματος μπορεί να βοηθήσει τους ιατρούς να πείσουν τους ασθενείς να διακόψουν το κάπνισμα , ειδικά αυτούς τους ασθενείς που ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση και εμπνέονται λιγότερο από τις πιο απειλητικές για τη ζωή συνέπειες του καπνίσματος.